γαρίφαλο

γαρίφαλο
και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το
Ι. 1. το άνθος τής γαριφαλιάς
2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» — για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο
β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι»
II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας τού άνθους τού τροπικού φυτού Καρυόφυλλος* ο αρωματικός
2. φρ. «μαύρο είναι το γαρίφαλο μα πουλιέται με το δράμι» — για ακριβά πράγματα παρά τη μη εντυπωσιακή τους εμφάνιση
3. γαρίφαλο τού βουνού
το άνθος τού φυτού Χιτών* ο χνοώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαrοflο < λατ. *garofulum < ελλ. καρυό-φυλλον. Η γραφή τής λ. με -ι- (γαρίφαλο) δικαιολογείται ως απλούστερη φωνητική γραφή τής μεταβολής -ο- > -ι-, μια και η νεοελληνική λέξη προήλθε (ως αντιδάνειο) από μια βενετσιάνικη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαρίφαλο — γαρίφαλο, το και γαρούφαλο, το 1. το άνθος της γαριφαλιάς: Άφησε ένα γαρίφαλο πάνω στον τάφο του πατέρα της. 2. είδος μπαχαρικού, το μοσκοκάρφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεμεζογαρίφαλο — το το κόκκινο γαρίφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμεζής + γαρίφαλο] …   Dictionary of Greek

  • γαριφαλιά ή γαρουφαλιά — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία δίανθος ο πλατύφυλλος. Το άνθος του λέγεται γαρίφαλο, όπως και ο αρωματικός αποξηραμένος κάλυκας του τροπικού δέντρου καρυόφυλλος ο αρωματικός. Ο κάλυκας αυτός, που λέγεται και μοσχοκάρφι, χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • Manos Katrakis — (Μάνος Κατράκης), né le 14 août 1908 à Kastelli Kissamos, dans le département de La Canée et mort le 3 septembre 1984, est un acteur grec de théâtre et de cinéma. Il a joué notamment dans Voyage à Cythère (Taxidi sta Kythira)… …   Wikipédia en Français

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) …   Википедия

  • καρυόφυλλο(ν) — το ονομασία γένους φυτών, σύμφωνα με τα πριν από τον Λινναίο συστήματα κατάταξης, που περιείχε το γαρίφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. caryophyllus < caryo (< κάρυον) + phyllus (< φυλλος < φύλλο)] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκάρφι — και μοσκοκάρφι και μουσκοκάρφι, το (Μ μοσχοκάρφιον και μοσκοκάρφιον και μουσκοκάρφι και μουσκοκάρφιν) 1. αποξηραμένος καρπός τού φυτού Ευγενία η καρυόφυλλος ή Καρυόφυλλο το αρωματικό, κν. γαρίφαλο 2. το άνθος τού φυτού Μελία η αζεδαράχη, κν.… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκαρυόφυλλον — και δ. γρφ. ξηροκαρυόφυλλον, τὸ (Α) το καρυόφυλλο, το γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καρυόφυλλον] …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρτι, Ραφαέλ — (Rafael Alberti, Πουέρτο ντε Σάντα Μαρία, Ισπανία 1902 – Ιταλία 1999). Ισπανός ποιητής και ζωγράφος. Μαζί με τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, είναι από τους πιο εμπνευσμένους και γεμάτους ζωντάνια ποιητές της γενιάς του 1927. Εμφανίστηκε στα γράμματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”